Ο κερατόκωνος αποτελεί μία προοδευτικά εξελισσόμενη, μη φλεγμονώδη κλινική οντότητα, που ανήκει στην ομάδα των εκτασιών του κερατοειδούς. Είναι αμφοτερόπλευρη νόσος, με ασύμμετρη όμως προσβολή των δύο οφθαλμών. Χαρακτηρίζεται από σταδιακή, στρωματική λέπτυνση του κεντρικού ή παρακεντρικού κερατοειδούς και προς τα πρόσω κωνική προβολή αυτού.
Η έναρξη της νόσου εντοπίζεται στην εφηβεία, αρχικά ετερόπλευρα. Μετά από μια πορεία 10-20 χρόνων σταθεροποιείται σταδιακά στην 3η-4η δεκαετία της ζωής.
Η αιτιολογία της νόσου είναι σύνθετη και πολυπαραγοντική. Ενέχονται γενετικοί, περιβαλλοντολογικοί, φυσικοί και βιοχημικοί παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί. Υπολογίζεται ότι το 10% των ανθρώπων με κερατόκωνο έχουν και κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς τους με την πάθηση.
Υπάρχουν συστηματικές συσχετίσεις (π.χ. σύνδρομο Down κ.α.) και οφθαλμικές συσχετίσεις (π.χ. εαρινή κερατοεπιπεφυκίτιδα, μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, επίμονο τρίψιμο οφθαλμού κ.α.).
Εκδηλώνεται με ασταθή διάθλαση και μείωση της όρασης, ως αποτέλεσμα αυξανόμενης μυωπίας και ανώμαλου αστιγματισμού ή οξέος ύδρωπα.
Στο στάδιο του υποκλινικού κερατόκωνου (Forme-Fruste), ο ασθενής είναι ασυμπτωματικός και η διάγνωση τίθεται συνήθως κατά τη φάση προεγχειρητικής εκτίμησης για διαθλαστική χειρουργική. Στα επόμενα στάδια της νόσου προκύπτουν υποκειμενικά ενοχλήματα στον ασθενή και βιομικροσκοπικά ευρήματα στην κλινική εξέταση.
Διαγνωστικά εργαλεία για τη διάγνωση και παρακολούθηση της εξέλιξης του κερατοκώνου αποτελούν η τοπογραφία και η τομογραφία του κερατοειδούς (Scheimpflug απεικόνιση ή οπτική τομογραφία συνοχής προσθίου θαλάμου).
Η αντιμετώπιση του κερατοκώνου απαιτεί μια ολιστική προσέγγιση με πυλώνες αφενός την αναχαίτιση της προόδου της εκτασίας και αφετέρου την καλύτερη δυνατή αποκατάσταση της όρασης του ασθενούς. Οι ασθενείς πρέπει να αποφεύγουν αυστηρά το τρίψιμο των οφθαλμών. Η χρήση γυαλιών στα αρχικά στάδια του κερατοκώνου μπορεί να προσφέρει ικανοποιητική οπτική διόρθωση. Όσο όμως η νόσος εξελίσσεται, ο ανώμαλος αστιγματισμός και η ανισομετρωπία καθιστούν τα γυαλιά ανεπαρκή. Επόμενο βήμα είναι η χρήση φακών επαφής. Αρχικά μπορεί να δοθούν μαλακοί φακοί επαφής, μαλακοί τορικοί ή κατά παραγγελία μαλακοί τορικοί. Σε επόμενο στάδιο έχουν ένδειξη οι σκληροί αεροδιαπερατοί RGP- rigid gas permeable φακοί επαφής, που παραμένουν και η gold standard επιλογή. Επεμβατικές μέθοδοι που έχουν ένδειξη είναι η τοποθέτηση ενδοστρωματικών κερατοειδικών δακτυλίων (Intrastromal Corneal Ring Segments, ICRS) και η θεραπεία διασύνδεσης κερατοειδούς (Corneal Cross Linking-CXL). Οι προχωρημένες μορφές κερατοκώνου με σημαντική λέπτυνση, προβολή του κώνου και ουλοποίηση αντιμετωπίζονται με μεταμόσχευση κερατοειδούς (διαμπερής κερατοπλαστική -Penetrating Keratoplasty – PK και εν τω βάθει πρόσθια στρωματική κερατοπλαστική Deep Anterior Lamellar Keratoplasty –DALK). Υπολογίζεται ότι ένα 12-20% θα χρειαστεί τελικά μεταμόσχευση.