Κερατίτιδα ονομάζεται η φλεγμονή του κερατοειδούς χιτώνα. Ο κερατοειδής χιτώνας αποτελεί το πρόσθιο διαφανές τμήμα του εξωτερικού χιτώνα του οφθαλμικού βολβού, υπεύθυνο για τη διάθλαση των φωτεινών ακτίνων που εισέρχονται στον οφθαλμό.
Τα αίτια των κερατίτιδων περιλαμβάνουν :
- Μολυσματικούς παράγοντες : βακτήρια (σταφυλόκοκκο, στρεπτόκοκκο, ψευδομονάδα, αιμόφιλο ινφλουέντζας κ.α.), ιούς (απλό έρπητα, έρπητα ζωστήρα, αδενοϊούς), παράσιτα (ακανθαμοιβάδα), μύκητες (Candida, Fusarium, Aspergillus κ.α.)
- Έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία
- Μηχανικούς τραυματισμούς, χημικά και θερμικά εγκαύματα
- Παρατεταμένη και κακή χρήση των φακών επαφής
- Αυτοάνοσα νοσήματα (ρευματοειδή αρθρίτιδα, πολυαγγειίτιδα του Wegener κ.α.)
- Ξηροφθαλμία
- Ατελή σύγκλιση των βλεφάρων (πάρεση προσωπικού νεύρου, εξόφθαλμος, κ.α.)
- Προβλήματα βλεφάρων (βλεφαρίτιδα, τριχίαση, εντρόπιο, εκτρόπιο)
- Διαταραχή της νεύρωσης του κερατοειδούς
Τα συνήθη συμπτώματα μιας κερατίτιδας είναι έντονος πόνος και αίσθημα ξένου σώματος, ερυθρότητα – κόκκινο μάτι, δακρύρροια, εκκρίσεις – τσίμπλες, φωτοευαισθησία, θολή όραση, οίδημα – πρήξιμο των βλεφάρων.
Η διάγνωση τίθεται από τον οφθαλμίατρο με τη λήψη ιστορικού, τη μέτρηση της οπτικής οξύτητας και την εξέταση στη σχισμοειδή λυχνία με τον απαραίτητο φωτισμό, μεγέθυνση και χρωστική – φλουορεσκεΐνη. Σε ορισμένες περιπτώσεις που πιθανολογείται λοίμωξη, μπορεί να σταλεί δείγμα από τον κερατοειδή για καλλιέργεια με στόχο να προσδιοριστεί ο παθογόνος μικροοργανισμός και η ευαισθησία του στα αντιβιοτικά, έτσι ώστε να δοθεί η ενδεδειγμένη θεραπεία.
Η θεραπεία της κερατίτιδας είναι αιτιολογική. Εάν πρόκειται για λοιμώδη κερατίτιδα, ανάλογα με την αιτία της χορηγούνται αντιβιοτικές, αντιικές, αντιμυκητιασικές ή αντιπαρασιτικές οφθαλμικές σταγόνες. Σε κάποιες περιπτώσεις χορηγείται και αγωγή από το στόμα. Επιπλέον δίδονται τεχνητά δάκρυα και ενδεχομένως παυσίπονα. Εάν πρόκειται για μη λοιμώδη κερατίτιδα η θεραπεία στρέφεται αφενός στην αντιμετώπιση του προβλήματος που την προκάλεσε και αφετέρου σε τοπική αγωγή με κολλύρια. Η χειρουργική αντιμετώπιση έχει θέση στην περίπτωση μη ανταπόκρισης στη φαρμακευτική αγωγή (θεραπευτική μεταμόσχευση κερατοειδούς) ή στην περίπτωση που παραμείνει σημαντική ουλή μετά την θεραπεία της λοίμωξης.