Η κεντρική ορώδης χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια είναι μια ιδιοπαθής νόσος που χαρακτηρίζεται από συλλογή υγρού κάτω από τον αμφιβληστροειδή. Υπάρχουν δυο μορφές:
- η οξεία (95% των περιπτώσεων)
- η χρόνια (5% των περιπτώσεων): είτε με ένα επεισόδιο που επιμένει για περισσότερο από 6 μήνες χωρίς απορρόφηση του υπαμφιβληστροειδικού υγρού είτε με πολλαπλές υποτροπές.
Η νόσος υποτροπιάζει σε ποσοστό έως 50%.
Εμφανίζεται συνήθως σε νεαρούς ή μέσης ηλικίας άνδρες. Προδιαθεσικοί παράγοντες που ενοχοποιούνται είναι το άγχος, η προσωπικότητα τύπου Α (φιλόδοξα, εργασιομανή, υπερκινητικά άτομα), η χρήση κορτιζόνης (σε μορφή χαπιών, ενέσιμων ή εισπνεόμενων σκευασμάτων), η εγκυμοσύνη, το σύνδρομο Cushing, το σύνδρομο υπνικής άπνοιας, η λοίμωξη από Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού.
Τα συμπτώματα εξαρτώνται από τη θέση του υπο-αμφιβληστροειδικού υγρού. Εάν προσβάλλεται η ωχρά κηλίδα ο ασθενής έχει αιφνίδια θόλωση της κεντρικής όρασης (βλέπει σαν μέσα από θαμπό γυαλί), μεταμορφοψία (παραμόρφωση ειδώλων), μικροψία ή παραπονιέται για ένα κεντρικό τυφλό σημείο- σκούρα κηλίδα και ξεθωριασμένα χρώματα. Η οπτική οξύτητα του ασθενούς είναι τυπικά 4-7/10 και μπορεί να διορθωθεί με την προσθήκη μικρής υπερμετρωπικής διόρθωσης (+0,75 έως +1,0sph).
Η διάγνωση της κεντρικής ορώδους χοριοαμφιβληστροειδοπάθειας περιλαμβάνει πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο με βυθοσκόπηση στη σχισμοειδή λυχνία κατόπιν μυδρίασης. Η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT) επιβεβαιώνει τη διάγνωση με την ανάδειξη της συλλογής του υγρού και ποσοτικοποιεί την αλλοίωση για την παρακολούθηση της πορείας της νόσου. Η αγγειογραφία (φλουροαγγειογραφία/αγγειογραφία με ινδοκυανίνη), εφόσον κριθεί σκόπιμη η διενέργειά της, αναδεικνύει την ενεργότητα της νόσου και εντοπίζει το σημείο ή τα σημεία διαρροής του υγρού. Ο αυτοφθορισμός καταδεικνύει την περιοχή διαρροής αλλά και περιοχές παλαιών βλαβών.
Στα πρώτα επεισόδια της νόσου η αντιμετώπιση είναι συντηρητική καθώς σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό 80-90% η νόσος αυτοπεριορίζεται σε χρονικό διάστημα 4-6 μηνών με επαναφορά της όρασης σε φυσιολογικά ή σχεδόν φυσιολογικά επίπεδα. Σε περιπτώσεις που το υγρό επιμένει πέραν του χρονικού αυτού διαστήματος ή υπάρχουν συχνές υποτροπές και για την αποφυγή μόνιμων βλαβών στην περιοχή της ωχράς κηλίδας, προτείνεται η φωτοδυναμική θεραπεία- ψυχρό laser ή η Argon laser φωτοπηξία –θερμό laser. Η τελευταία μπορεί να εφαρμοστεί σε περιοχές διαρροής που απέχουν κατά μια ελάχιστη απόσταση από το κεντρικό βοθρίο της ωχράς κηλίδας. Η λήψη κορτιζόνης προτείνεται να διακοπεί κατόπιν συνεννόησης με τον θεράποντα ιατρό και εφόσον είναι εφικτό.