Ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας

Η Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς Κηλίδας είναι μια χρόνια πάθηση που εμφανίζεται συνήθως σε ανθρώπους άνω των 50 ετών και αφορά στην ωχρά κηλίδα, δηλαδή το κεντρικό τμήμα του αμφιβληστροειδούς χιτώνα που είναι υπεύθυνο για την κεντρική  όραση, τις λεπτομέρειες και τα χρώματα. Η νόσος αυτή έχει μεγάλο αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής του ατόμου και στα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα των χωρών, ειδικά αν ληφθεί υπόψιν και η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης.

Οι ενεχόμενοι παράγοντες κινδύνου είναι η ηλικία, η κληρονομικότητα (CFH complement factor H, CFB), η λευκή φυλή, τo γυναικείο φύλο, το κάπνισμα, η παχυσαρκία και η καρδιαγγειακή νόσος. Όσοι πάσχουν από τη νόσο στο ένα μάτι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο προσβολής και του άλλου σε χρονικό διάστημα 3-5 χρόνων.

Διακρίνουμε δύο μορφές:

  • Την ξηρά μορφή (η πιο συχνή, 90% των περιπτώσεων) στην οποία παρατηρούνται αλλοιώσεις drusen και γεωγραφική ατροφία.
  • Την υγρή μορφή (10% των περιπτώσεων) στην οποία παρατηρούνται οίδημα και αιμορραγία λόγω ανάπτυξης χοριοειδικής νεοαγγείωσης. Τα ανώμαλα  νεοαγγεία της χοριοειδικής μεμβράνης στην ωχρά κηλίδα διαρρέουν υγρό ή αίμα, που προκαλεί καταστροφή των κυττάρων της ωχράς κηλίδας.

 

Τα συμπτώματα της νόσου αφορούν στην κεντρική όραση- η περιφερική όραση δεν επηρεάζεται.

  • Στην ξηρά μορφή η μείωση της όρασης είναι σταδιακή, συνήθως όχι τόσο σοβαρή όσο στην υγρή μορφή της νόσου. Αν εξελιχθεί στο τελικό στάδιο της γεωγραφικής ατροφίας η μείωση είναι μεγάλη.
  • Στην υγρά μορφή τα συμπτώματα έχουν αιφνίδια εμφάνιση και γρήγορη επιδείνωση. Περιλαμβάνουν μεταμορφοψία (παραμόρφωση των ειδώλων π.χ. οι ευθείες γραμμές φαίνονται τεθλασμένες ή μπερδεμένες) και θόλωση της κεντρικής όρασης (δυσκολία στο διάβασμα, στην οδήγηση, στην αναγνώριση προσώπων, στην παρακολούθηση τηλεόρασης κλπ).

 

Η διάγνωση γίνεται με έλεγχο οπτικής οξύτητας, πίνακα Amsler, βυθοσκόπηση στη σχισμοειδή λυχνία και ενισχύεται από οπτική τομογραφία συνοχής (OCT), αυτοφθορισμό, φλουραγγειογραφία, ψηφιακή αγγειογραφία (OCT-Α).

 

Στα πλαίσια της πρόληψης προτείνονται τακτικός οφθαλμολογικός έλεγχος, μείωση/διακοπή του καπνίσματος, μεσογειακή διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και ψάρια, η υιοθέτηση πιο υγιεινού τρόπου διαβίωσης με διατήρηση χαμηλού σωματικού βάρους και άσκηση, προστασία από την υπεριώδη ακτινοβολία με γυαλιά ηλίου, έλεγχος υποκείμενων νόσων (π.χ. αρτηριακή υπέρταση).

 

Θεραπευτικά για την ξηρή μορφή προτείνονται χρήση συμπληρωμάτων διατροφής (με συνδυασμό αντιοξειδωτικών παραγόντων, βιταμινών και καροτενοειδών) και τα παραπάνω προληπτικά μέτρα.

Στην υγρή μορφή κυρίαρχη θέση έχουν οι αντιαγγειογενετικοί παράγοντες (Anti-VEGFs) οι οποίοι στοχεύουν στο να σταματήσουν την ανάπτυξη των ανώμαλων αγγείων της χοριοειδικής μεμβράνης και έτσι να σταθεροποιήσουν και να βελτιώσουν την όραση. Χορηγούνται με συγκεκριμένα πρωτόκολλα ενδοϋαλοειδικών εγχύσεων. Αρχικά χορηγούνται 3 μηνιαίες εγχύσεις και μετά ανάλογα με το πρωτόκολλο που έχει επιλεγεί. Πιθανές επιπλοκές είναι τοπικές (οφθαλμική υπερτονία, ενδοφθαλμίτιδα, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς) και σπανιότερα συστηματικές.

Σε κάποιες υποκατηγορίες έχει θέση και η Φωτοδυναμική θεραπεία (PDT) που είναι συνδυασμός χορήγησης φαρμάκου (Visudyne) και εφαρμογής ειδικού Laser.

Για τα προχωρημένα στάδια της νόσου με χαμηλή κεντρική όραση για μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν βελτιώνεται, μπορούν να προταθούν τα βοηθήματα χαμηλής όρασης  (ειδικά γυαλιά ή μεγεθυντικοί φακοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν μεγέθυνση των συμβόλων, φωτισμό αλλά και άλλους τρόπους) .