Απόφραξη Αρτηρίας Αμφιβληστροειδούς
Η απόφραξη αρτηρίας αμφιβληστροειδούς αποτελεί ένα από τα οφθαλμολογικά επείγοντα. Πρόκειται για την απόφραξη (λόγω εμβόλου, αγγειίτιδας ή σπασμού) της κεντρικής αρτηρίας ή κλάδου αυτής, με αποτέλεσμα τη διακοπή της αιματικής παροχής στον αμφιβληστροειδή.
Παράγοντες κινδύνου:
- Ηλικία
- Αρτηριακή υπέρταση
- Υπερλιπιδαιμία
- Σακχαρώδης Διαβήτης
- Κάπνισμα
- Καρδιαγγειακή νόσος
- Διαταραχές πηκτικότητας
- Κροταφική αρτηρίτιδα
- Αυτοάνοσες νόσοι (Νόσος Αδαμαντιάδη-Behçet, Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος, Οζώδης πολυαρτηρίτιδα…)
- Ενδοφλέβια χορήγηση ναρκωτικών
Συμπτωματολογία: ο ασθενής εμφανίζει αιφνίδια και ανώδυνη απώλεια όρασης του οφθαλμού (αν πρόκειται για απόφραξη κεντρικής αρτηρίας) ή σε ένα τμήμα του οπτικού πεδίου του οφθαλμού (αν πρόκειται για απόφραξη κλάδου κεντρικής αρτηρίας).
Η διάγνωση της νόσου γίνεται με πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο (μέτρηση οπτικής οξύτητας, κορικά αντανακλαστικά) και βυθοσκόπηση (στη σχισμοειδή λυχνία κατόπιν μυδρίασης) κατά την οποία αναδεικνύεται ο οιδηματώδης (λευκωπός-κίτρινος) αμφιβληστροειδής με την χαρακτηριστική κερασόχρου (κόκκινη) ωχρά (στην οξεία φάση). Τα αγγεία είναι στενωμένα και έμβολα στον αυλό των αγγείων δυνατόν να είναι ορατά. Με την πάροδο του χρόνου ο αμφιβληστροειδής καθίσταται ατροφικός.
Όσον αφορά σε απεικονιστικές εξετάσεις η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT) δείχνει οίδημα στις έσω στιβάδες του ιδίως αμφιβληστροειδή, η φλουοραγγειογραφία καθυστερημένη αιματική ροή στο αρτηριακό δίκτυο του αμφιβληστροειδή και τα οπτικά πεδία πλήρες (κεντρική απόφραξη) ή τμηματικό (κλαδική απόφραξη) σκότωμα.
Πρέπει να γίνεται πλήρης καρδιολογικός έλεγχος (με Triplex καρδιάς και καρωτίδων) και αιματολογικές εξετάσεις (Γενική αίματος, ΤΚΕ και CRP). Ο αποκλεισμός της γιγαντοκυτταρικής αρτηρίτιδας είναι εξαιρετικά σημαντικός γιατί κινδυνεύει άμεσα και ο έτερος οφθαλμός και πρέπει να ξεκινά η αγωγή με κορτικοστεροειδή. Σε μικρές ηλικίες εμφάνισης κάτω των 50 ετών προστίθεται έλεγχος γλοιότητας του αίματος και αυτοάνοσων νοσημάτων.
Οι δυνατότητες αντιμετώπισης που υπάρχουν είναι περιορισμένες και η πιθανότητα βελτίωσης της όρασης είναι επίσης πολύ μικρή, καθώς καμία θεραπεία δεν έχει αποδειχθεί ότι αξιόπιστα βοηθά στην αποκατάσταση. Η οποιαδήποτε παρέμβαση πρέπει να γίνει άμεσα την πρώτη ώρα. Μπορεί να γίνει εισπνοή διοξειδίου του άνθρακα για να επιτευχθεί αγγειοδιαστολή, βολβικό μασάζ στον οφθαλμό ή παρακέντηση του προσθίου θαλάμου με σκοπό τη μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης και απώτερο στόχο τη μετακίνηση του εμβόλου πιο περιφερικά. Πολύ σημαντική είναι η ρύθμιση των προδιαθεσικών παραγόντων και η θεραπεία της γιγαντοκυτταρικής αρτηρίτιδας για την προστασία του άλλου οφθαλμού και της γενικότερης υγείας του ασθενούς.
Θρόμβωση Φλέβας Αμφιβληστροειδούς
Η θρόμβωση φλέβας αμφιβληστροειδούς αφορά στην απόφραξη κεντρικής ή κλαδικής (πιο συχνά) φλέβας του αμφιβληστροειδούς χιτώνα με αποτέλεσμα τη διακοπή απαγωγής του αίματος έξω από αυτόν. Υπάρχει διάταση και ελίκωση των αμφιβληστροειδικών φλεβών περιφερικά της απόφραξης, αιμορραγίες, εξιδρώματα και οίδημα του αμφιβληστροειδούς.
Διακρίνονται δύο μορφές της νόσου: η ισχαιμική με κακή πρόγνωση για την όραση του ασθενούς και αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών και η μη ισχαιμική με αντίστοιχα καλύτερη πρόγνωση.
Ο έτερος οφθαλμός έχει κίνδυνο προσβολής περίπου 5% στα επόμενα 5 χρόνια.
Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι:
- Αυξημένη ηλικία
- Αρτηριακή υπέρταση
- Σακχαρώδης διαβήτης
- Υπερλιπιδαιμία
- Κάπνισμα
- Θρομβοφιλία (κληρονομικές ελλείψεις ή ανεπάρκειες, αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο κ.α.)
- Υπεργλοιότητα του αίματος (πολυκυτταραιμία, πολλαπλό μυέλωμα, δρεπανοκυτταρική αναιμία κ.α. )
- Αυτοάνοσες νόσοι (Νόσος Αδαμαντιάδη –Behçet, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος κ.α.)
- τοπικοί παράγοντες: αγγειοσκλήρυνση, γλαύκωμα, αμφ/κή αγγειίτιδα
Συμπτωματολογία: ο ασθενής εμφανίζει αιφνίδια και ανώδυνη μείωση της οπτικής οξύτητας ή σκότωμα σε ένα τμήμα του οπτικού πεδίου του οφθαλμού
Επιπλοκές της νόσου είναι:
- Το οίδημα ωχράς κηλίδας, δηλαδή συλλογή υγρού στην ωχρά κηλίδα
- Νεοαγγείωση, δηλαδή ανάπτυξη παθολογικών αιμοφόρων αγγείων στον αμφιβληστροειδή που μπορεί να οδηγήσουν σε ενδοϋαλοειδική/προαμφιβληστροειδική αιμορραγία ή και ενίοτε σε ελκτική αποκόλληση του αμφιβληστροειδή.
- Νεοαγγειακό γλαύκωμα. Υπάρχει ανάπτυξη παθολογικών αιμοφόρων αγγείων στην ίριδα και στη γωνία του προσθίου θαλάμου που οδηγεί σε μεγάλη αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης με συνοδό έντονο πόνο.
Η διάγνωση της νόσου γίνεται με πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο (μέτρηση οπτικής οξύτητας, κορικά αντανακλαστικά, μέτρηση ενδοφθάλμιας πίεσης) και βυθοσκόπηση στη σχισμοειδή λυχνία κατόπιν μυδρίασης. Ακολουθεί η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT) για την ποιοτική και ποσοτική εκτίμηση του οιδήματος της ωχράς κηλίδας. Διενεργείται φλουοραγγειογραφία για την ανάδειξη επιπλοκών (ισχαιμία, νεοαγγείωση, οίδημα ωχράς).
Προτείνεται παράλληλα γενικός έλεγχος με μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και αιματολογικές εξετάσεις (γενική αίματος, σάκχαρο, χοληστερίνη, τριγλυκερίδια). Πιο ειδικές εξετάσεις προτείνονται σε περιπτώσεις όπως εμφάνιση της νόσου σε νεαρές ηλικίες ή και στα δύο μάτια.
Η αντιμετώπιση της νόσου έγκειται αφενός στη ρύθμιση των προδιαθεσικών παραγόντων (διαβήτη, υπέρτασης, υπερλιπιδαιμίας, καπνίσματος) και αφετέρου στην αντιμετώπιση των επιπλοκών. Απαιτείται συχνή παρακολούθηση για την έγκαιρη διάγνωση των επιπλοκών. Για το οίδημα ωχράς κηλίδας γίνονται ενδοϋαλοειδικές ενέσεις αντιαγγειογενετικών παραγόντων (anti-VEGF) ή τοποθετείται ενδοφθάλμιο εμφύτευμα που απελευθερώνει για μεγάλο χρονικό διάστημα κορτιζόνη. Σε περίπτωση ισχαιμίας-νεοαγγείωσης γίνεται φωτοπηξία laser. Οι αιμορραγίες και τα άλλα ευρήματα στο βυθόν απορροφώνται με τον καιρό.